- ἀποφαντική
- ἀποφαντικόςcategoricalfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Древнегреческий язык — Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα … Википедия
Древне-греческий язык — Древнегреческий язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
Древнегреческий — язык Самоназвание: ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα Страны: Восточное Средиземноморье Статус: классический Вымер … Википедия
αποφαντικός — ή, ό (AM ἀποφαντικός, ή, όν) [αποφαίνω] 1. αυτός που αποφαίνεται θετικά 2. «ἀποφαντική ἔγκλιση» η οριστική νεοελλ. (ρητ.) «αποφαντικό σχήμα» σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφαίνεται κάποιος δογματικά αρχ. μσν. ( ως) επίρρ. κατά τρόπο τελεσίδικο … Dictionary of Greek